Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακόδωρος — κακόδωρος, ον (Α) αυτός που έχει δωρηθεί με κακό σκοπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + δωρος (< δῶρον), πρβλ. μεγαλό δωρος, φιλό δωρος] … Dictionary of Greek
κακόδωρα — κακόδωρος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)